λινόστολος

λινόστολος
λινόστολος, -ον (Α)
ντυμένος με λινά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -στολος (< στολή), πρβλ. εύ-στολος, λευκό-στολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λινόστολος — clad in linen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοστόλων — λινόστολος clad in linen masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινόστολε — λινόστολος clad in linen masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • λινοστολία — λινοστολία, ἡ (Α) [λινόστολος] το να φορά κάποιος λινά ενδύματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”